- ἀναμίξῃς
- ἀναμί̱ξῃς , ἀναμίγνυμιmix upaor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μίγμα — και μείγμα, το (Α μίγμα και μεῑγμα και αιολ. τ. μεῑχμα) κάθε προϊόν ανάμιξης νεοελλ. 1. χημ. το προϊόν τής ανάμιξης περισσότερων σωμάτων, χωρίς να συντελείται χημική αντίδραση 2. φρ. α) «μίγμα καύσιμο» τεχνολ. μίγμα ατμών υγρού καυσίμου, όπως λ.χ … Dictionary of Greek
χημεία — Η επιστήμη που μελετά τη σύσταση των ουσιών, τις αντιδράσεις τους και την παρασκευή τους. Παρότι ο ορισμός αυτός είναι ελλιπής ως προς τους σκοπούς της χ. είναι αρκετά πρόσφατος και απαιτήθηκαν αιώνες για να συμπληρωθεί. Η πολυπλοκότητα των… … Dictionary of Greek
μίξη — και μείξη, η (ΑΜ μίξις, εως, Α και μεῑξις) [μ(ε)ίγνυμι] 1. η ενέργεια τού μιγνύω, ανάμιξη, ανακάτωμα («σηπομένου τοῡ ὕδατος καὶ μίξιν τινὰ λαμβάνοντος πρὸς τὴν γῆν», Θεόφρ.) 2. η επαφή, η συνεύρεση με άλλο πρόσωπο (α. «σαρκική μίξη» β. «μίξις… … Dictionary of Greek
μιγάς — και μιγάδας ο και η, θηλ. και μιγάδα (ΑΜ μιγάς, άδος, ὁ και ἡ) αυτός που είναι προϊόν ανάμιξης, αναμεμιγμένος, σύμμικτος («μιγάσιν Ἕλλησι βαρβάροις θ ὁμοῡ» Ευρ.) νεοελλ. 1. (βιολ. ανθρωπολ.) άτομο που προέρχεται από τη διασταύρωση δύο γενετικά… … Dictionary of Greek
προβάφιον — τὸ, Α [προβαφή] ουσία χρησιμοποιούμενη στο πρώτο στάδιο τής ανάμιξης με άλλες ουσίες … Dictionary of Greek
συμπυκνωτήρας — ο, Ν 1. (θερμ. τεχνολ.) εναλλάκτης θερμότητας που χρησιμεύει στη συμπύκνωση τών ατμών μετά από την ολοκλήρωση θερμοδυναμικού κύκλου 2. φρ. α) «συμπυκνωτήρας ανάμιξης» συμπυκνωτής στον οποίο οι υδρατμοί αναμιγνύονται με το ψυχρό νερό που προκαλεί… … Dictionary of Greek
ωχαδερφισμός — ο, Ν 1.στάση πλήρους αδιαφορίας για τα συμβαίνοντα και αποφυγής κάθε ανάμιξης για βελτίωση τών κακώς κειμένων 2. παθητικότητα, οκνηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. ωχ αδερφέ + ισμός*] … Dictionary of Greek